- κατεπιθυμιῶντες
- κατά , ἐπί-θυμιάζωfut part act masc nom/voc plκατά-ἐπιθυμιάωoffer incensepres part act masc nom/voc plκατεπιθῡμιῶντες , κατά-ἐπιθυμιάωoffer incensepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.